- κορύμβιον
- κορύμβ-ιον, τό, Dim. ofA
κόρυμβος 111
, Dsc.3.94.II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρυμβος 111
, Dsc.3.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορύμβιον — κορύμβιον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού 2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική … Dictionary of Greek
κορύμβιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύμβια — κορύμβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek